γίδι

γίδι
το
1. το νεογνό τής γίδας, κατσικάκι
2. γίδα οποιασδήποτε ηλικίας
3. (για ανθρώπους) άξεστος, αγροίκος
4. (για παιδιά) ζωηρός, ατίθασος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. αιγίδιον («μικρή κατσίκα, κατσικάκι»), υποκορ. του αιξ(αιγός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γίδι — το 1. το μικρό της γίδας, το κατσικάκι. 2. στον πληθ., γίδια κατσίκες και τράγοι: Οδήγησε τα γίδια στο μαντρί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γίδα — η η κατσίκα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεγεθυντικό τού γίδι*. ΠΑΡ. μσν. νεοελλ. γίδινος (Μ γιδινός) νεοελλ. γιδάρης και γιδάς, γιδήσιος, γιδιά. ΣΥΝΘ. νεοελλ. αγριόγιδα, γιδοβοσκή, γιδοβοσκός, γιδοβυζάστρα και γιδοβύζι, γιδόγραικο (και γραίκι και γρεκο και γρέκι) …   Dictionary of Greek

  • κορόιδο — το 1. αυτός που γίνεται αντικείμενο χλευασμού, ανόητος, χαζός 2. αυτός που εξαπατάται εύκολα 3. είδος παιχνιδιού με μπάλα 4. φρ. «μ έπιασε κορόιδο» με εκμεταλλεύθηκε 5. παροιμ. «ο λύκος άμα γεράσει γίνεται κορόιδο τών σκυλιών» ο ισχυρός, όταν… …   Dictionary of Greek

  • ποτιστήρα — η, Ν το ποτιστήρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτιστήρι + κατάλ. α (πρβλ. γίδ α: γίδι)] …   Dictionary of Greek

  • αγκλίτσα ή γκλίτσα — Ραβδί των βοσκών, ραβδί του τσοπάνη. Αποτελείται από το σώμα και την κεφαλή. Η κεφαλή σχηματίζει στην κορυφή της α. ένα στρίψιμο –μια αγκύλη– με την οποία ο τσοπάνος πιάνει το πρόβατο ή το γίδι από το πισινό πόδι. Κατά τους γλωσσολόγους, η τέλεια …   Dictionary of Greek

  • τράγος — ο 1. το αρσενικό γίδι, τραγί. 2. κληρικός. 3. μικρή προεξοχή στο πτερύγιο του αυτιού. 4. είδος πόας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σφραγῖδ' — σφρᾱγῖδα , σφραγίς seal fem acc sg σφρᾱγῖδι , σφραγίς seal fem dat sg σφρᾱγῖδε , σφραγίς seal fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφραγῖδι — σφρᾱγῖδι , σφραγίς seal fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄγιδι — Ἄ̱γιδι , Ἄγις masc dat sg Ἄγις fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”